γαϊδουράκι

γαϊδουράκι
το
μικρός γάιδαρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαϊδουράκι — και γαδουράκι και γαϊδαράκι, το μικρό γαϊδούρι …   Dictionary of Greek

  • Idioma grecocalabrés — grecocalabrés Κατωιταλιώτιικα/kato italiótika Hablado en  Italia Región Calabria Hablantes • Nativos: • Otros …   Wikipedia Español

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • ονάριον — ὀνάριον, τὸ (Α) [όνος] 1. μικρός όνος, γαιδουράκι 2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ονίδιο — το (Α ὀνίδιον) [όνος] μικρός όνος, γαιδουράκι αρχ. στον πληθ. τὰ ὀνίδια κόπρος όνων …   Dictionary of Greek

  • ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά …   Dictionary of Greek

  • οναρίδιον — ὀναρίδιον, τὸ (Α) [ονάριον] μικρός όνος, γαϊδουράκι …   Dictionary of Greek

  • ονύδιν — ὀνύδιν, τὸ (Α) [όνος] μικρός όνος, γαϊδουράκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”